μεσόφθεγμα

μεσόφθεγμα
μεσό-φθεγμα, ατος, τό,
A = ἐφύμνιον, Sch.A.Eu.341.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεσόφθεγμα — μεσόφθεγμα, τὸ (Α) το εφύμνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + φθέγμα (πρβλ. από φθεγμα)] …   Dictionary of Greek

  • μεσόφθεγμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”